Ας μιλήσουμε για ένα θέμα μικρό, αλλά επίκαιρο  και με μακρά ιστορία, μέσα σε συνθήκες απροσδόκητες και «τρελές» λόγω της πανδημίας του κορονοϊού.

Να πούμε και ‘μείς τον ¨πόνο¨ μας που λένε…, μπας και ο πλουραλισμός των απόψεων πιάσει τόπο.

Θα προσπαθήσω να είμαι όσο πιο κατατοπιστικός γίνεται.

Το ¨βάλε – βγάλε¨ την Κοινωνιολογία ή τα Λατινικά στα εξεταζόμενα μαθήματα των Παν/κών εξετάσεων δεν είναι μόνο ζήτημα της πρόσφατης εκπαιδευτικής ¨μεταρρύθμισης¨ που κατέθεσε το Υπουργείο Παιδείας προς διαβούλευση. Καλά κρατεί από το 1992 όταν η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου (επί Πρωθυπουργίας Κων/νου Μητσοτάκη) αποφάσισε να αντικαταστήσει πάλι την Κοινωνιολογία με την Πολιτική Οικονομία στο σύστημα των δεσμών.

Η συζήτηση ξεκινά από το ποιο μάθημα ορίζεται ως Πανελλαδικώς εξεταζόμενο.

Γιατί, το να υπάρχει απλώς ως μάθημα γενικής παιδείας, ειδικά στην 3η Λυκείου, καταλαβαίνουμε ότι αυτομάτως υποβαθμίζεται και όπως συνηθίζουμε να λέμε μετατρέπεται σε «μάθημα- η ώρα του παιδιού…».

Η άτυπη ¨διαμάχη¨ συνεχίζεται και θα συνεχίζεται μέσα στη μετριότητα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Αυτή η ¨μετριότητα¨ στους θεσμούς και ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ, είναι η ουσία του προβλήματος. Αυτό όμως είναι ένα άλλο ζήτημα.

Η αλήθεια είναι ότι η επιλογή των μαθημάτων, της διδακτέας ύλης, του τρόπου εξέτασης κλπ. δεν είναι τυχαία. Βάσει της κοινωνικής θεωρίας, όλα αυτά σχετίζονται άμεσα με το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο και εξυπηρετεί συγκεκριμένους ιδεολογικούς σκοπούς (μετάδοση των στοιχείων του πολιτισμού στους νέους, διαμόρφωση ¨εθνικής συνείδησης¨, κα.)

Γιατί όμως είναι ¨άτυπη¨ η ¨διαμάχη¨; Μα γιατί δεν είναι γόνιμη και ουσιαστική η συζήτηση περί επιστημολογικής αξίας γνωστικών αντικειμένων σε μια εποχή που η κατανόηση των σύνθετων φαινομένων της κοινωνικής ζωής προϋποθέτει την διεπιστημονική προσέγγιση. Δεν τίθεται επομένως ζήτημα αξιολογικής ιεράρχησης των επιστημονικών κλάδων. Δεν υπάρχει δίλημμα ποια επιστήμη είναι πιο σημαντική ή πιο χρήσιμη για τους νέους. Ούτε αμφισβητείται η αξία κάθε μαθήματος στην πνευματική καλλιέργεια των ανθρώπων και στην προετοιμασία τους να αντιμετωπίσουν την ζωή τους.

Για παράδειγμα, τα Λατινικά συμβάλλουν στη βαθύτερη κατανόηση της γλώσσας ως δομής εξουσίας, δηλαδή ως τρόπου που δομείται η σκέψη και θεμελιώνεται κοινωνικά η έννοια του «κράτους δικαίου» στις αστικές δημοκρατίες (κώδικες, νόμοι). Όπως μας λέει και ο καθηγητής Γ. Βέλτσος: «…εφόσον το δίκαιο από την ρωμαϊκή εποχή εμφανίζεται ως ¨λόγος¨ της εξουσίας,… η φιλοσοφία του δικαίου και η νομική επιστήμη είναι οι κατ’ εξοχήν θεωρίες για την εξουσία, θεωρίες που έχουν τον πρώτο λόγο για την ανάλυση των θεσμών στην αστική –  πλουραλιστική θεώρηση του κόσμου…».

Η Κοινωνιολογία διαθέτει πλήθος μεθοδολογικά εργαλεία για να κατανοήσουμε τα κοινωνικά φαινόμενα, (τις κοινωνικές σχέσεις, την κοινωνικοποίηση και τον κοινωνικό έλεγχο, τη δράση των ανθρώπων, την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, την κοινωνική εξέλιξη, τους θεσμούς, τα ζητήματα της εξουσίας και της διακυβέρνησης, τις κοινωνικές ανισότητες, τα φαινόμενα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, της ανεργίας, της φτώχειας, των εθίμων, του συστήματος αξιών, κα.). Σωστά υποστήριξε ο π. Υπουργός κ. Γαβρόγλου: «Η κοινωνιολογία δεν έχει σχέση με την Αριστερά (όπως πολλοί πιστεύουν). Έχει σχέση με το να καταλαβαίνουμε τις κοινωνίες μας, τις δομές τους, τον προβληματισμό τους, τις δομές της Δημοκρατίας, και τόσα άλλα. Είναι σε όλο τον κόσμο ένα μάθημα πολύ σημαντικό και κάτι που ενδιαφέρει τους εφήβους και τους νέους.»

Είναι ένα παράθυρο θέασης των πραγμάτων που επιτρέπει να διεισδύσει κανείς πίσω από τις φαινομενικές συμπεριφορές. Να ψάξει το ΓΙΑΤΙ, να αποκωδικοποιήσει ένα μήνυμα που εκπέμπεται. Να βοηθήσει τον άνθρωπο να συνδέσει τα ατομικά του βιώματα με το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που διαμορφώνεται κάθε φορά γύρω του, ώστε να αποφεύγει να αναζητά ¨αποδιοπομπαίους τράγους¨ σε ό,τι του συμβαίνει ή απλουστευτικές αναλύσεις, ή να αισθάνεται ματαιώτητα. Να σπάσει τα δεσμά των προκαταλήψεων, να σκεφτεί ελεύθερα και με κριτικό πνεύμα. Είναι μια διαδικασία αυτοσυνείδησης που αλληλεπιδρά με όλες τις άλλες με ζητούμενο μια ανθρώπινη και δίκαιη κοινωνία των πολιτών.

Η κοινωνιολογική έρευνα βρίσκει συχνά εφαρμογή σε πρακτικά ζητήματα. Οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν ερευνητικές μεθόδους των κοινωνικών επιστημών στην ανάλυση ρίσκου, την έρευνα αγοράς, την αξιολόγηση των εργαζομένων και σε αξιολογήσεις κόστους–οφέλους, ενώ οι λομπίστες αξιοποιούν τα ευρήματα κοινωνιολογικών ερευνών για να ασκήσουν πίεση στα μέλη του Κογκρέσου (Prewitt, 2011). Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ στηρίχθηκε στα ευρήματα των κοινωνιολογικών ερευνών προκειμένου να καταλήξει στην ιστορική απόφαση του 1954, με την οποία έκρινε ως αντισυνταγματικό τον υποχρεωτικό φυλετικό διαχωρισμό στα σχολεία (Jackson, 1990).

Τα προηγούμενα χρόνια στη χώρα μας (2010, μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου) εντάχθηκαν μαθήματα κοινωνικών επιστημών στο αναλυτικό πρόγραμμα του Λυκείου( Πολιτική Παιδεία στην Α΄ Λυκείου, Βασικές Αρχές Κοινωνικών Επιστημών στη Β΄ Λυκείου, Κοινωνιολογία στην Γ΄ Λυκείου). Ήταν μια θετική εξέλιξη, ένα αίτημα πολλών ετών για διεύρυνση της γνώσης των νέων μέσα από τις κοινωνικές επιστήμες (Πολιτική, Οικονομία, Κοινωνιολογία), κάτι που συμβαίνει εδώ και πολλές δεκαετίες σε όλα τις σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα.

Για να επανέλθουμε, οι μεταρρυθμίσεις είναι πρωτίστως πολιτικές αποφάσεις. Σ’ αυτές τις αποφάσεις τα συντεχνιακά συμφέροντα των εκπαιδευτικών κλάδων (ως ομάδων πίεσης) δεν παίζουν αποφασιστικό ρόλο.

Για λόγους που σχετίζονται με μια ιδιόμορφη αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας (κρατικοδίαιτη, παρασιτική αστική τάξη), το πολιτικό κατεστημένο της συντηρητικής (κυρίως) παράταξης στην Ελλάδα αντιμετωπίζει ¨φοβικά¨ ό,τι νομίζει ότι βρίσκεται εκτός φιλελεύθερου – αστικού χώρου στις ιδέες και στις επιστήμες. Εμφανίζει εμφυλιο-πολεμικά σύνδρομα και ¨τρέμει¨ με την ιδέα ότι η Κοινωνιολογία ταυτίζεται με την μαρξιστική θεωρία, το οποίο αποτελεί μια αυθαίρετη προκατάληψη. Και συνεπώς, με αυτό το σκεπτικό, η αγωγή που ¨επιφυλάσσει¨ για τις νέες γενιές εγκυμονεί ¨κινδύνους¨: κομμουνισμός, αμφισβήτηση, ανατρεπτικές και αναρχικές αντιλήψεις, κα. Δυσκολεύεται να αντιληφθεί ότι η ελευθερία των ιδεών είναι θεμέλιος λίθος του φιλελευθέρου πνεύματος που κατά τα άλλα υιοθετεί ¨θεωρητικά¨. Φάσκει και αντιφάσκει δηλαδή. Δεν θέλει να δει ότι σε όλο το δυτικό κόσμο κοινωνικές θεωρίες που αντιμάχονται το σύστημα (δομισμός, κριτική θεωρία, σχολές της Φρανκφούρτης και του Σικάγο), διανοητές όπως οι Τσόμσκι, Χάμπερμας, Χομπσμπάουμ, που έχουν ασκήσει δριμύτατη κριτική σε πολιτικές και συμφέροντα, δεν κατάφεραν να ¨γκρεμίσουν¨ τις κυρίαρχες πολιτικές, παρά την τεράστια συμβολή τους στις επιστήμες και στο δημόσιο διάλογο.

Ας μην ξεχνάμε ότι το δικτατορικό καθεστώς της επταετίες μέσα σε όλο αυτό το κιτς σκηνικό που έστησε ως σύστημα λογοκρισίας, απαγόρευσε βιβλία, λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα, λόγω του ¨κομμουνιστικού κινδύνου¨. Πχ. απαγόρευσε το τραγούδι «γυάλινος κόσμος» γιατί μάλλον στο στοίχο «… να σου δώσω μια να σπάσεις αχ ρε κόσμε γυάλινε και να φτιάξω μια καινούργια κοινωνία άλληνε…», αυτό το ¨κοινωνία άλληνε…¨ τους τρέλαινε…

Δεν υπονοώ εδώ καμία ταύτιση της Υπουργού κ. Κεραμέως με την επταετία.

Αυτός ο ιδιόμορφος ιδεολογικός ¨φόβος¨ της συντηρητικής άρχουσας τάξης στη χώρα μας, σημάδι μιας αστικοποίησης χωρίς αστική-φιλελεύθερη κουλτούρα, λόγω και Ιστορικών συνθηκών βέβαια, οδηγεί σε πολιτικές επιλογές όπως αυτή της ¨εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης¨ που συζητάμε.